StudioEnigma (Italo/EuroDisco rad) < ----------Listen---------- > Bainas Live (Classics radio)

1 Νοεμβρίου 2012

«Αύρα», ένα τραγούδι που φέρει τον αέρα της δικής του ιστορίας


Η «Αύρα» του Δημήτρη Παναγόπουλου και τα χνάρια που άφησε η πνοή της στην ιστορία της ελληνικής ροκ μουσικής.
Η «Αύρα» είναι ένα αγαπημένο τραγούδι που έχει διαγράψει τη δική του πορεία στην ιστορία της ελληνικής ροκ μουσικής τόσο από άποψη σύνθεσης όσο και αναγνωρισιμότητας. Στο δεύτερο αυτό σκέλος, μάλιστα, παρατηρήθηκε η ιδιαιτερότητα, στην αρχή τουλάχιστον, του να έχει ξεπεράσει η φήμη του τραγουδιού εκείνη του δημιουργού του. 
Ο δημιουργός του δεν είναι άλλος από τον πολύ γνωστό πλέον τραγουδοποιό και έναν από τους καλύτερους κιθαρίστες στην Ελλάδα σήμερα Δημήτρη Παναγόπουλο! Ίσως ο καρπός της αυθεντικής δημιουργίας να φαίνεται ακριβώς έτσι, αποδεικνύοντας περίτρανα την αξία του μέσα από τη μη κατευθυνόμενη διάδοσή του, ιδίως όταν αυτός δεν υποστηρίζεται από τις playlist (λίστες αναπαραγωγής) ως προϊόν που πρέπει οπωσδήποτε να προωθηθεί ανεξάρτητα από την ποιότητά του.
Με το Δημήτρη μιλήσαμε μεταξύ άλλων και για τους λόγους που για χρόνια ίσχυσε αυτό το καθεστώς. Και, καθώς η κουβέντα εξελισσόταν, με παρέσυρε με την ποιητική διάθεση των περιγραφών του, ταξιδεύοντάς με σε άλλες εποχές. 

Το πλαίσιο δημιουργίας της «Αύρας»

Όπως είναι γνωστό, ο Μάνος Χατζιδάκις είχε χαρακτηρίσει το τραγούδι αυτό ως το καλύτερο ελληνικό τραγούδι της δεκαετίας 1980-90. Το πλαίσιο δημιουργίας της «Αύρας» είναι ένας ολόκληρος κόσμος, σύμφωνα με το Δημήτρη Παναγόπουλο, που περιστρέφεται χρονικά μετά το κλείσιμο του φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του ’85. 
Οι αποτυπωμένες εικόνες στο μυαλό του από εκείνη την εποχή προέρχονται από τις γειτονιές της Νέας Φιλαδέλφειας, τα Πατήσια, τις διάφορες παρέες μουσικών, από τραγουδοποιούς και συγκροτήματα, όπως οι Doors, ο Phil Ochs, ο John Lennon, οι Beatles, από παλιότερα ακούσματα, που υπήρχαν μέσα του πολύ ζωντανά, από παρέες φίλων με τους οποίους ανέλυαν τους στίχους των Doors, είχαν κοινωνικούς και πολιτικούς προβληματισμούς, από ξενύχτια σε πάρκα με κιθάρες και μπίρες, όπου εξέφραζαν ανησυχίες για το μέλλον, τον κοινωνικό περίγυρο και για το τι θα έκαναν στη ζωή τους αργότερα. 
Γίνονταν πολλές ζυμώσεις τότε, ισχυρίζεται ο Δημήτρης. Αυτή ήταν η καθημερινότητά του, με βόλτες με τα χέρια στις τσέπες χωρίς να διαθέτει τίποτα χειροπιαστό από λεφτά, δουλειά και μέλλον. Αλλά ένιωθε ότι είχε τον κόσμο όλο χωρίς να έχει τίποτα. Μένει σαν παράπονο πλέον αυτή η χαμένη στο παρελθόν αίσθηση, όταν ένιωθε βασιλιάς χωρίς να έχει τίποτα!
Και αναρωτιέμαι αν πρόκειται για την αθωότητα της ηλικίας ή αν οι εποχές όντως τελικά διαφοροποιούνται, καθώς τα πράγματα μπορεί σε ένα βαθμό να παραμένουν ίδια αλλάζοντας απλώς τη μορφή της εκδήλωσής τους! Οι εποχές ίσως να επαναλαμβάνονται, παρατηρεί ο Δημήτρης. Γιατί και σήμερα υπάρχει προβληματισμός στους νεότερους, αλλά ίσως πιο επιφανειακός. Αφήνει στον εαυτό του, όμως, την πιθανότητα του λάθους με την αιωρούμενη ελπίδα να αποδειχτεί το αντίθετο.

Οι επιρροές για τη σύνθεση και το στίχο της «Αύρας»

Ο συνθέτης και δημιουργός του τραγουδιού άκουγε πάρα πολύ Phil Ochs εκείνη την εποχή. Είχε ανακαλύψει αυτό τον «τεράστιο τραγουδοποιό, μεγάλο ποιητή, επαναστάτη και μουσικό», όπως ο ίδιος τον χαρακτηρίζει, γνωστό ως έναν από τους πιο πολιτικοποιημένους της δεκαετίας του ’60. Το τραγούδι του Phil Ochs «Changes» αναφέρεται στις δημιουργικές αλλαγές που συμβαίνουν όταν κάποιος φεύγει από μία σχέση πραγματοποιώντας μία αλλαγή στη ζωή του.
Ο πρώτος στίχος της πρώτης στροφής της «Αύρας» ξεκινάει, λοιπόν, με την περιγραφή ενός χωρισμού: «Από την πόρτα σαν θα βγω…». Αυτό ίσως να ήταν αρκετά επηρεασμένο από το κλίμα του Phil Ochs και από το συγκεκριμένο τραγούδι, το οποίο ως αγαπημένο του το έπαιζε τότε ο Δημήτρης στις μουσικές του εμφανίσεις. Ο Phil Ochs για το Δημήτρη αποτέλεσε μία τεράστια πόρτα, του άνοιξε ορίζοντες στη μουσική και στην καλλιτεχνική του συνείδηση, στη γνώση του περί σύγχρονης τραγουδοποιίας και στην πολιτικοκοινωνική του αντίληψη για τα πράγματα.

Η κυκλοφορία της «Αύρας» και η διάδοση της ανανεωτικής της πνοής

Το τραγούδι γράφτηκε το ’86 και κυκλοφόρησε στα τέλη του ’87 με αρχές του ’88, όπου βγήκε ο πρώτος δίσκος. Η «Αύρα», όπως ο αέρας που δε φυλακίζεται, έμεινε ελεύθερη, μετουσιώνοντας με την ιστορία της το νόημα των στίχων, στην ουσία. Και αυτό γιατί ξέφυγε από τον έλεγχο της μουσικής βιομηχανίας από άποψη πνευματικών δικαιωμάτων, αλλά ξέφυγε και από τον ίδιο το δημιουργό του σε σχέση με τη διάδοσή του. 
Καταρχήν με το που έγραψε ο Δημήτρης το τραγούδι πήγε στρατιώτης μη γνωρίζοντας ακριβώς τι συνέβαινε με την «Αύρα»! Τότε η τεχνολογία δεν ήταν τόσο προχωρημένη, για να κρατάει, έστω και παράτυπα, στενή επαφή με τον «έξω κόσμο». Κάνοντας σκοπιά με το ραδιοφωνάκι του στις τσέπες άκουγε το τραγούδι, που σιγά σιγά άρχισαν κάποιοι να το παίζουν. Και έτσι τα πράγματα πήραν το δρόμο τους.
Έναν δρόμο, όμως, διάσπαρτο με παράδοξα εμπόδια. Ως εντελώς ανεξάρτητος δισκογραφικά από το ξεκίνημά του ακόμα ο Δημήτρης Παναγόπουλος δεν ήταν καταχωρημένος στις playilist των ραδιοφωνικών σταθμών. 
Διάφοροι καλοπροαίρετοι ραδιοφωνικοί παραγωγικοί έπαιζαν, όμως, το τραγούδι χωρίς να αναφέρουν ούτε το όνομά του, ενδεχομένως για να μην έχουν πρόβλημα με τον εργοδότη τους και τη διεύθυνση του εκάστοτε σταθμού, περνώντας το τραγούδι «στα μουλωχτά». Το αποτέλεσμα ήταν να παίζεται για πολλά χρόνια και κανείς να μην ξέρει ποιος είναι ο δημιουργός του! Αυτό δεν τον ενδιέφερε, βέβαια. Αλλά η «Αύρα» έσπασε ένα κατεστημένο, όπως λέει και ο ίδιος. Ίσως να είναι το μοναδικό τραγούδι που έγινε τόσο μεγάλη επιτυχία όντας πραγματικά ανεξάρτητο από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας του έως σήμερα. Τα δικαιώματα ηχογράφησής του εξακολουθούν να ανήκουν στον ίδιο. Δεν τα παραχώρησε ποτέ σε εταιρεία, απορρίπτοντας τις κατά καιρούς διόλου ευκαταφρόνητες προσφορές.

Παρ’ όλη την επιτυχία που σημείωσε, η ζωή του Δημήτρη, όπως ο ίδιος άλλωστε δηλώνει πολύ ειλικρινά και προσγειωμένα, δεν άλλαξε καθόλου. Το όλο γεγονός, ωστόσο, του πρόσφερε τεράστια ηθική ικανοποίηση. Εξάλλου η εμπορική επιτυχία δεν αποτέλεσε για το Δημήτρη αυτοσκοπό! Ούτε καν μία προσδοκώμενη επιδίωξη. Τον ενδιέφερε μόνο να καταγράψει όσο καλύτερα μπορούσε τα συναισθήματά του με έναν όσο το δυνατόν μουσικά πιο άρτιο τρόπο. Στόχος του υπήρξε το να αισθάνεται καλά με το αποτέλεσμα ως άνθρωπος και μουσικός. Ο Δημήτρης, άλλωστε, δεν είναι φίλος των κλισέ και, όταν ξεκινάει ένα ταξίδι, πόσο μάλλον δημιουργικό, αφήνεται στο να τον οδηγήσει μόνη της η εξέλιξή του, και όπου τον βγάλει!

Τα μηνύματα της «Αύρας»

Ο Δημήτρης ήδη μας αποκάλυψε ένα από τα στοιχεία της «Αύρας» για την αποκρυπτογράφηση των μηνυμάτων του τραγουδιού, λέγοντας ότι ξεκινάει με την εικόνα ενός χωρισμού: «Από την πόρτα σαν θα βγω…». Προσωπικά, ακούγοντάς το ποτέ δεν πήγε το μυαλό μου σε χωρισμό! Φυσικά, αυτό είναι ένα πρώτο στοιχείο, όπως παραδέχεται και ο ίδιος, καθώς δεν πρόκειται για κάτι πεσιμιστικό. Μπορεί να μιλάει για χωρισμό, αλλά εκπέμπει κάτι υγιές, δεν κλαίει τη μοίρα του! Υπονοεί τις στροφές που πρέπει να πάρουμε κάποιες φορές στη ζωή μας, για να τη γεμίσουμε με αέρα ανανέωσης. Και αυτό το καταλαβαίνω, βέβαια.

Η «Αύρα» είναι, άραγε, ο ίδιος ο άνεμος που βγαίνει έξω από την πόρτα, σαν να τελειώνει κάτι, και περιγράφει τα όσα βλέπει ταξιδεύοντας στα στενά της πόλης ή είναι η αύρα ενός ανθρώπου με όλη την εμπειρία που φέρει μαζί του; Κατά το δημιουργό είναι και τα δύο στον ίδιο βαθμό. Με την ιδιότητα του φυσικού, μάλιστα, έκανε τη διπλωματική του εργασία στο φαινόμενο Kirlian, που αφορά την αποτύπωση της ανθρώπινης αύρας. Και εκείνη ακριβώς την περίοδο το μελετούσε καθαρά επιστημονικά.
Έπειτα, όταν ένα κείμενο είναι ζωντανό, μπορεί να επιδέχεται τόσες ερμηνείες όσες και οι άνθρωποι που πραγματικά θα ασχοληθούν με αυτό. 

Αλλά και ο δημιουργός του, συλλογιζόμενος ξανά τους στίχους, ανακαλύπτει νέες πτυχές, καθώς με τα χρόνια και την εμπειρία η οπτική γωνία εμπλουτίζεται και διευρύνεται. Και αναπόφευκτα οι εικόνες και οι σκέψεις του ξεκινούν από το παρελθόν και καταλήγουν στο σήμερα και την επικρατούσα κατάσταση: «Στο στίχο “μέσα στης πόλης τα στενά” θα μπορούσε να περνάει κάποιος με μία μηχανή αργά τη νύχτα μέσα στην Αθήνα, που μπορεί να την έχουν κάνει άσχημη, αλλά κουβαλάει τεράστια ενέργεια μέσα από τις ιστορίες όσων ανθρώπων πέρασαν από εδώ, και αποτυπώνονται ή κρύβονται πίσω από τις κλειστές πόρτες. 
Όπως όταν βλέπεις ανάμεσα στις πολυκατοικίες ένα παλιό σπίτι μόνο του και αναρωτιέσαι τι ιστορία να κρύβει! 
Είναι μυθολογία ολόκληρη αυτό. Η Αθήνα τον έχει αυτόν το μύθο, αρκεί να αγαπάει κάποιος αυτή την πόλη και να μη στέκεται μόνο στα φαινόμενα που είναι άθλια, αλλά να έχει τη γνώση, για να μπορεί να αντιληφθεί, για παράδειγμα, το ποτάμι που έχει γίνει υπόνομος και περνάμε από πάνω του. Αυτό, ωστόσο, είναι ακόμα εκεί. Υπάρχει! Να μπορεί να αντιληφθεί την ενέργεια, δηλαδή, του Ιλισού και του Κηφισού, που ήταν ιερά ποτάμια στην Αρχαιότητα και δίπλα έχτιζαν ναούς, ενώ σήμερα είναι υπόνομοι κάτω από μία πανάθλια λεωφόρο ελλείψει χώρου. Μεταφορικά  αυτό μπορεί να ισχύει για την οποιαδήποτε πόλη με τα παλιά σπίτια, που φέρει τη δική της ιστορία, όσο πνιγμένη κι αν είναι στο μπετόν με αλλαγμένη πλέον όψη. Όποιος έχει συναισθηματικό δέσιμο με τον τόπο του και κάποια στοιχειώδη γνώση διαθέτει αυτή την ευαισθησία. Και εδώ, λοιπόν, αντίστοιχα κάποιος φέρει τα ίδια χαρακτηριστικά στην ύπαρξή του, στην αύρα του. Η ενέργεια αυτών των στοιχείων κάνει “τα κλειστά παράθυρα να τρίζουν”, κουβαλάει την ανυπότακτη κραυγή, που θα μπορούσε να την ανακαλύψει ο κάθε εσωτερικά ζωντανός άνθρωπος. Ο κάθε άνθρωπος με ζωντανή ψυχή, που θέλει να κραυγάσει απέναντι στα λαμόγια που μας κυβερνούν σήμερα, αυτή την κραυγή τη διατηρεί μέσα του ζωντανή. Μπορεί να την έχει καταπιέσει ή θάψει, αλλά ακόμα υπάρχει!».




Το ragtime ένα κλειδί για το παίξιμο της «Αύρας»

Επειδή πολύς κόσμος προσπαθεί να αποκρυπτογραφήσει το παίξιμο του τραγουδιού  στην κιθάρα, ο Δημήτρης Παναγόπουλος πολύ ευχαρίστως μας εξηγεί τι είναι εκείνο που καθιστά τόσο ιδιαίτερη μουσικά την «Αύρα».
Το παίξιμο, έτσι όπως είναι στο δίσκο, είναι ragtime guitar. Πρόκειται για ένα παλιό είδος μουσικής ταυτόχρονο με το μπλουζ (blues) και προγενέστερο της τζαζ (jazz). Τα κοινωνικά χαρακτηριστικά του ragtime αρχίζουν να διαμορφώνονται από την εποχή του μεσοπολέμου και της οικονομικής Ύφεσης στην Αμερική, τις δεκαετίες του ’20 και του ’30. 
Τα μουσικά χαρακτηριστικά του είναι ότι στο πιάνο το αριστερό χέρι παίζει ένα σταθερό μοτίβο, που είναι ανεξάρτητο από αυτό που παίζει το δεξί χέρι. Και οι νότες που παίζει το δεξί χέρι δε συμπίπτουν χρονικά με τις νότες του αριστερού χεριού αλλά πέφτουν ενδιάμεσα, και έτσι δημιουργείται ένας αντιχρονισμός θέσης άρσης. Η θέση είναι η ισχυρή αξία και η άρση η πιο ασθενής αξία του μέτρου. Υπάρχει, λοιπόν, μία ανεξάρτητη μελωδία στα μπάσα που αντιστοιχεί στις θέσεις και μία ανεξάρτητη μελωδία στις πιο υψηλές συχνότητες του δεξιού χεριού ή στις κάτω χορδές της κιθάρας που αντιστοιχεί στις άρσεις. Στην κιθάρα το ragtime παίζεται συχνά με πένα στον αντίχειρα. Δεν υπάρχουν, ωστόσο, κλισέ. Μπορεί κάποιος να παίζει στα μπάζα κάτι πιο ρυθμικό που να έχει και μελωδία ή αντίστροφα. Οι θέσεις με τις άρσεις, τελικά, εμπλέκονται με έναν τέτοιο τρόπο, που το παίξιμο ακούγεται πολύπλοκο αν δεν έχεις καταλάβει πώς παράγεται, αλλά γίνεται πάρα πολύ απλό αν αποκρυπτογραφήσεις αυτό το μουσικό ιδίωμα.
Επειδή, λοιπόν, πολλά νέα παιδιά ψάχνουν το πώς παίζεται η «Αύρα» στην κιθάρα, μας λέει ο Δημήτρης, είναι ίσως δύσκολο να το καταλάβουν αν ψάχνονται στα τυφλά. Για όποιον ενδιαφέρεται για αυτό το μουσικό είδος υπάρχουν πολύ καλοί μουσικοί που έπαιζαν ragtime guitar. Ενδεικτικά αναφέρει το Mississipi John Hurt, έναν εξαιρετικό μαύρο ragtime κιθαρίστα, performer (ερμηνευτής με καλή σκηνική παρουσία) και τραγουδιστή. Έδινε εξαιρετικές παραστάσεις μόνος του με μία κιθάρα. Επίσης, τον Τσέχο Sammy Vomáčka, ο οποίος παίζει μπλουζ και ragtime μόνος του με μία ακουστική κιθάρα, το Γερμανό Wermer Laemmerhirt και βέβαια το Dave Van Ronk, τον εξαιρετικό αυτό μουσικό, τον οποίο στάθηκε πολύ τυχερός να γνωρίσει προσωπικά και να παίξει μαζί του στη Νέα Υόρκη. 
Διευκρινίζει, ακόμα, ότι όλοι οι φολκ ροκ (folk rock) τραγουδοποιοί πήραν στοιχεία αυτού του είδους στο παίξιμό τους. Δηλαδή, ο τρόπος που παίζουν κιθάρα, για παράδειγμα, οι Phil Ochs, Stephen Stills, Jim Croce, Gordon Lightfoot, σε κάποια κομμάτια ο Bob Dylan, η Joan Baez, η Joni Mitchell, για να αναφερθούν και κάποιες πολύ σημαντικές γυναικείες παρουσίες του χώρου, και όλοι όσοι προέρχονται από αυτήν τη σχολή βασίζεται στο ragtime παίξιμο. Όποιος θέλει πλέον μπορεί να τα βρει όλα αυτά. Όταν ο ίδιος τα έψαχνε ως πιτσιρικάς, ήταν πιο δύσκολο να εντοπιστούν χωρίς το διαδίκτυο. 
Η αναζήτηση περιοριζόταν στα μεγάλα δισκάδικα στο κέντρο της Αθήνας, 2-3 ήταν όλα κι όλα, όπου έψαχνε εναγωνίως για δίσκους του John Hammond, του Dave Van Ronk, του Mississipi John Hurt και, αν έβρισκε κάτι, αισθανόταν ευτυχισμένος και για τον επόμενο μήνα! Μετά σταδιακά τους αποκρυπτογραφούσε.
Αφορμή της δυσκολίας εντοπισμού των διάφορων καλλιτεχνών, όπως και της αποκωδικοποίησης του παιξίματός τους, καθώς η διάχυση των πληροφοριών ήταν ασύγκριτα μικρότερη σε σχέση με σήμερα, ο Δημήτρης μάς αφηγείται την πρώτη του επαφή με το ragtime guitar ήχο! 
Θυμάται τον εαυτό του δεκαπέντε χρονών να παίζει με κάποιον μεγαλύτερό του κιθαρίστα. Κάποια στιγμή σε μία πρόβα τού έφερε μία κασέτα. Ο νεαρός Δημήτρης την άκουσε χωρίς περαιτέρω εξηγήσεις και θεώρησε ότι έπαιζαν δύο κιθαρίστες instrumental κομμάτια με ακουστική κιθάρα. Έτσι νόμιζε, τουλάχιστον, και ότι μάλιστα ο καθένας τους ήταν ένας από τους καλύτερους στον κόσμο! Ένιωσε τεράστια έκπληξη όταν ο μεγαλύτερος φίλος του του είπε πως ο ήχος αυτός έβγαινε από έναν κιθαρίστα. Ήταν η πρώτη φορά που άκουγε ragtime guitar! Εκείνη η στιγμή σήμανε την αρχή μίας σχέσης που διατηρείται ζωντανή μέχρι σήμερα, ανοίγοντας νέο ορίζοντα στη μουσική του αντίληψη και επηρεάζοντας το κομμάτι της προσωπικής του δημιουργίας. Στην κασέτα εκείνη, λοιπόν, έπαιζε ο Τσέχος Sammy Vomáčka. 
Αν κάποιος ενδιαφέρεται, ο τίτλος του δίσκου είναι «Ragtime Guitar» και περιέχει αποκλειστικά instrumental ragtime κομμάτια.
H διαδικασία αποκρυπτογράφησης, βέβαια, του ragtime δεν ήταν ένας δρόμος στρωμένος με ροδοπέταλα, καθώς όλα χρειάζονται το σωστό τρόπο και τη μέθοδο. Καταρχήν ο φίλος που του έδωσε την κασέτα δεν το είχε αποκρυπτογραφήσει, απλώς είχε καταλάβει ότι μπορεί να συμβεί και να εκτελεστεί. Άρχισε, έτσι, ένα μακρύ ταξίδι μοναχικής αναζήτησης. Προσπαθούσε να παίξει διάφορα φολκ τραγούδια γνωστών ροκ τραγουδοποιών, όπως των Bob Dylan, Beatles, Rolling Stones κτλ., αλλά βγάζοντάς τα με κλασικούς αρπισμούς, που μάθαινε στις σπουδές του στο ωδείο ή από φίλους μουσικούς, και παρ’ όλη την ευκινησία του στα δάχτυλα, ακουγόταν μεν κάτι περίπλοκο και γεμάτο, στο οποίο όμως πάντα κάτι έλειπε. 
Κάτι άλλο ήταν εκείνο που θα έδινε τη λύση και δεν το είχε ακόμα καταλάβει. Στα δεκαοχτώ του, λοιπόν, γνώρισε έναν Αμερικάνο μουσικό, που ζούσε στην Αθήνα και έπαιζε σε παρέες φίλων. Όταν εκείνος είδε πού ψαχνόταν ο Δημήτρης, τι ήδη γνώριζε και πόσο τον ενδιέφερε, τον κάλεσε σπίτι του να του δείξει! Μέσα σε πέντε λεπτά, λέει χαρακτηριστικά, με πολύ απλό τρόπο και με αργές κινήσεις τού έδειξε τι παίζει πρώτα μόνος του ο αντίχειρας του δεξιού χεριού στα μπάσα και μετά σιγά σιγά άρχισε να προσθέτει νότες με τα υπόλοιπα δάχτυλα. Δηλαδή, του έπαιζε στην αρχή τις θέσεις και στη συνέχεια έπλεκε σταδιακά και τις άρσεις ενδιάμεσα στις νότες του αντίχειρα. Μην αντέχοντας μεγαλύτερο όγκο πληροφοριών εκείνη τη στιγμή ο Δημήτρης, πήγε σπίτι του και μέχρι την επόμενη μέρα είχε βγάλει από την αρχή δεκάδες φολκ ροκ κομμάτια που ήδη έπαιζε. Τότε τα άκουσε επιτέλους όπως έπρεπε. «Αυτό ήταν αποκάλυψη για μένα!» λέει «Σε πέντε λεπτά αυτός ο άνθρωπος μου άνοιξε μία πόρτα που άλλαξε τη ζωή μου. Βέβαια, ήμουν και εγώ έτοιμος να το δεχτώ. Με την ίδια λογική συνιστώ στα νέα παιδιά να ακούσουν παλιότερους ragtime κιθαρίστες για να μπουν στο πνεύμα. Η δυσκολία είναι να το καταλάβουν νοητικά, δεν είναι θέμα δαχτύλων. Όταν συνηθίσεις να παίζεις έτσι, το μπλέξιμο που γίνεται ανάμεσα στις θέσεις και τις άρσεις μπορεί να γίνει τόσο γρήγορο, που να ακούγεται περίπλοκο για όποιον δεν το γνωρίζει».

Ακούγοντας τη ragtime κιθάρα στο ξεκίνημα της «Αύρας», χωρίς να είμαι ειδήμων, με παραπέμπει σε κάτι «τρελαμένο», παρότι υπάρχει λογική και είναι ένα μετρημένο είδος από μουσική άποψη. Η πορεία του Δημήτρη, άλλωστε, για τη διαφώτιση των κρυφών πτυχών του, έστω κι αν είναι φαινομενικά κρυφές και, στην ουσία, ανοιχτές και διαθέσιμες κυρίως για όποιον επιθυμεί να τις ανακαλύψει, αποδεικνύει τη δυσκολία του πράγματος. Υπάρχει μεν λογική, που δεν αποκωδικοποιείται όμως εύκολα. Το είδος ragtime αναδείχτηκε στο μεσοπόλεμο, που ήταν εξ ορισμού μία εποχή πολύ δύσκολη, γεμάτη ζυμώσεις, και αντανακλά όλη την υποβόσκουσα αναταραχή, τη συχνά επιφανειακά κραυγαλέα, που έφτασε στα άκρα εκφραστικά μέσα από την τέχνη, η οποία λειτούργησε και ως εκτόνωση για τις υπάρχουσες εντάσεις. Μην ξεχνάμε τον όρο «Roaring ’20s». Δείχνει ακριβώς τον κραυγαλέο χαρακτήρα ή το βρυχηθμό που δυναμώνει, προκειμένου να γίνει κραυγή. Αυτό βγαίνει και μουσικά στη διάσπαση της συμμετρίας, που τελικά ισορροπείται, αλλά μες στην πολυπλοκότητά της
.
Ο όρος ragtime, ισχυρίζεται ο Δημήτρης διευρύνοντας το συλλογισμό μου,  εμπεριέχει την κοινωνική κατάσταση. Rag σημαίνει κουρέλι, κουρελιασμένος χρόνος. Αυτό έχει διπλή σημασία. Μουσικά εννοείται ο αναλυμένος χρόνος, γιατί έχουμε σπάσει τις θέσεις από τις άρσεις, έχουμε κουρελιάσει και κομματιάσει το χρόνο ενός μουσικού ακούσματος. Κοινωνικά παραπέμπει σε εποχή μεγάλης φτώχειας. Ο όρος συνδυάζει και τις δύο έννοιες, και τη μουσική και την κοινωνική. Το μήνυμα αυτό καταγράφεται σε ένα τραγούδι του 1928 του Blind Blake, ενός τυφλού μαύρου ragtime μουσικού, με τίτλο «Ragtime Millionaire». Είναι ένα ειρωνικό κομμάτι που μιλά για τους εκατομμυριούχους στην εποχή της φτώχειας, όπως είναι, για παράδειγμα, τα σημερινά «golden boys» (έμμισθοι υπάλληλοι παχυλών μισθών, που προκύπτουν μέσα από τις οικονομικές συγκυρίες της εκάστοτε εποχής). Μιλάει για τους κυρίους και τις κυρίες με τις λιμουζίνες έξω από τα καζίνο όταν, ενώ μπροστά τους κάποιοι πέθαιναν της πείνας, αυτοί δεν έδιναν δεκάρα. Σήμερα η αντίστοιχη εικόνα υπάρχει σε όσους παίρνουν πόσες χιλιάδες ευρώ μισθό, τη στιγμή που ο μέσος άνθρωπος, συχνά πολύ πιο έξυπνος και μορφωμένος, τρομάζει να βγάλει το μήνα.

Πτωχευμένος, συλλογίζομαι, σημαίνει ανύπαρκτος για ένα κοινωνικό και οικονομικό σύστημα, που, προκειμένου να λειτουργήσει, χρειάζεται μία υγιή διάδραση με τους «μύστες» του. Διαφορετικά, αυτοί γίνονται βάρος. Το πρόβλημα ξεκινά όταν η δυσλειτουργία που οδηγεί στην πτώχευση δεν προκαλείται από τους λάθος χειρισμούς του εκάστοτε Χ επαγγελματία της Ψ δραστηριότητας, αλλά όταν το κράτος γίνεται το φίδι που δαγκώνει την ουρά του, ξεζουμίζοντας το ίδιο του το δυναμικό. Αυτό οδηγεί μάλλον με μαθηματική ακρίβεια στην αυτοκαταστροφή.
Και συμπληρώνει ο Δημήτρης κάνοντας το συσχετισμό με όσα συμβαίνουν σήμερα: «Η εποχή της οικονομικής Ύφεσης στην Αμερική είχε μεγάλες ομοιότητες με όσα βιώνουμε τώρα. Προκλήθηκε από το μεγάλο κεφάλαιο, που έριξε το Χρηματιστήριο. Κάποιοι απέσυραν μαζικά χρήματα και επήλθε η τεχνητή πτώση του Χρηματιστηρίου, καταλήγοντας μετά από πολλές φάσεις στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η τεράστια κρίση στην Αμερική επηρέασε την Ευρώπη και κατέληξε εκεί που κατέληξε. Και σήμερα κάτι τέτοιο συμβαίνει και η μουσική δεν είναι έξω από αυτό».

Το ragtime, σκέφτομαι τελικά, μπορεί να φαίνεται δύσκολο μέχρι να αποκρυπτογραφηθεί, αλλά δεν είναι ακατόρθωτο να γίνει. Πρέπει να βρεθούν τα κλειδιά του. Αυτό το μουσικό πάντρεμα των δύο χεριών, όπου «συνδιαλέγονται» μεταξύ τους, καθώς το ένα δένει και μπαίνει μέσα στο άλλο, μεταφράζεται και κοινωνικά ίσως. Σε μια κρίση ψάχνεις αντίστοιχα τα αίτια, τις αφορμές και τα κλειδιά κατανόησης και ερμηνείας της. Οι κρίσεις δεν προκύπτουν από το τίποτα. Αν κοιτάς αδιάφορος και ανέγγιχτος τα βήματα που προοδευτικά οδηγούν εκεί, ξυπνάς ένα πρωί βουτηγμένος μέσα της και σου φαίνεται ως κάτι τρελό. Όλοι αναρωτιόνταν στην αρχή πώς φτάσαμε σε αυτό το σημείο! Μιλάμε καταρχήν για το μεσοπόλεμο κάνοντας και τον παραλληλισμό με το σήμερα. Στο «τρελαμένο» παίξιμο, λοιπόν, υπάρχει μία λογική από πίσω, αλλά πρέπει να ψάξεις να τη βρεις. 
Μήπως, λοιπόν, κοινωνικά το ragtime περιγράφει αυτή την κοινωνική κατάσταση; Αν δεν υπήρχε η κρίση, μπορεί να μην υπήρχε το ragtime! «Είναι σίγουρο ότι δε θα υπήρχε ή μπορεί να υπήρχε με άλλη μορφή» διατείνεται ο Δημήτρης. «Ακριβώς, όλα εξηγούνται αν ψάξεις. Και σε μία τέτοια δυσάρεστη κατάσταση, ίσως το μόνο καλό να είναι ότι η συνειδητότητα του κόσμου αυξάνεται, όπως συμβαίνει συνήθως στις δυσάρεστες καταστάσεις. Αυτό τουλάχιστον είναι καλό. Μιλάμε για ανθρώπους εξάλλου. Αν μπορούν να ελέγξουν τις μηχανές, τους ανθρώπους είναι πολύ πιο δύσκολο να τους ελέγξουν. Ο άνθρωπος ξυπνά, θέτει ερωτήματα, αναζητάει. Και παρότι τον φέρνουν σε δύσκολη θέση, εκείνος αντιδρά και αντιμάχεται!». 

 Ο στίχος θα πρέπει να μπορεί να σταθεί μόνος του σαν ποίηση

Ο Δημήτρης Παναγόπουλος θεωρεί ότι ένα καλό τραγούδι πρέπει να μπορεί να σταθεί αυτόνομα ως ορχηστρική μουσική και ταυτόχρονα ως στίχος που να είναι από μόνος του ποίηση. Ελπίζει να το καταφέρνει αυτό στα τραγούδια του, καθώς θεωρεί ότι μόνο έτσι αξίζει κανείς να ασχολείται σοβαρά με τη σύνθεση τραγουδιών.
Η αίσθηση που αφήνει σε μένα το τραγούδι του είναι μιας αύρας που, βγαίνοντας από την πόρτα, μαζί με ό,τι βρίσκει έξω ή με ό,τι αφήνει πίσω, διαχέεται στα κύτταρά μας. Αντιπροσωπεύει την ιδέα πώς ό,τι ζούμε το φέρουμε πάντα μαζί μας και με κάποιον τρόπο έτσι δεν τελειώνει, αλλά μετουσιώνεται μέσα από την εμπειρία που αποκτάμε στην πορεία και μεταμορφώνεται όπως και εμείς. Είναι ένα τραγούδι που αυτήν τη ροή της συνέχειας την έχει ενσωματωμένη στη μουσική και στο στίχο του. Δεδομένης μάλιστα της παρούσας κατάστασης, από την καρδιά του και μουσικά με το ragtime guitar παίξιμο και στιχουργικά προβάλλει την ανάγκη και τη διάθεση για υγιή αλλαγή, γεγονός που ίσως να το καθιστά πιο επίκαιρο από ποτέ.
Ο καθένας, βέβαια, φτιάχνει τις δικές του εικόνες και έτσι η διαρκής ροή συνεχίζει ολοένα να προσθέτει κρίκους στην αλυσίδα της…
Δείτε εδώ το επίσημο βίντεο κλιπ της «Αύρας»:


«Αύρα»
Από την πόρτα σαν θα βγω
θα δω τον ήλιο στρογγυλό
και με το όμορφο στερνό χαμόγελό σου.

Μια καλημέρα θα σου πω
μετά θα φύγω θα χαθώ
κι ίσως με ξαναδείς μονάχα στ’ όνειρό σου.

Γιατί είμ’ αέρας που περνά
μέσα στις πόλης τα στενά
και κάνει τα κλειστά παράθυρα να τρίζουν.

Γιατί είμαι αύρα εσπερινή
πνοή καθάρια ζωντανή
που κάνει τα γερμένα φύλλα να θροΐζουν.

Φεύγω ψηλά για το βουνό
κι ύστερα πέφτω στον γκρεμό
και ταλαντεύομαι στα βάθη και στα ύψη.

Και κουβαλάω μες στη σιγή
μιαν ανυπότακτη κραυγή
και κάποια ανείπωτη ελπίδα που ’χεις κρύψει.

Ιουλία Λυμπεροπούλου
ευχαριστούμε το http://www.musicheaven.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου