* Studio Enigma. The Classic 80's Italo Disco/Euro Disco/Synth Pop Web Radio *

14 Μαρτίου 2023

Thomas Bainas "Όταν έρχεται ο ξένος (When the stranger comes)"

"Όταν έρχεται ο ξένος 
(When the stranger comes)". 
Poem and Voice by Greek Poet Giannis Ritsos.
Music, Synthesizers, Computers, Arranged, Programmed and Produced by Thomas Bainas. 
Greece September 2020.









"Όταν έρχεται ο ξένος" (Ποίηση/Απαγγελία Γιάννης Ρίτσος. Μουσική Θωμάς Βαϊνάς)



 
"When the Stranger Comes" (the instrumental version. Music by Thomas Bainas)
 


 
part1 "Passing Clouds"



part 2 "Noon"



part3 "Raindrops"



part4 "Circular Winds"



part5 "Bees and Butterflies"



part6 "Shapes in the Rain"



part7 "Skies (ουρανοί)"



part8 "Hazy Shades"



part9 "Leaves in the Wind"



part10 "Sunny Days"



part11 "Moonlight"



part12 "Sun Setting"



part13 "Dusty Streets"



- - - -Τὴν ὥρα ποὺ μέναμε κλεισμένοι στὴ μεγάλη κάμαρα μὲ τοὺς σκεπασμένους καθρέφτες / ἦρθε Ἐκεῖνος, ἀκάλεστος, ξένος – τί ζητοῦσε; / Ἐμεῖς δέ θέλαμε νὰ δοῦμε, ν' ἀκούσουμε, νὰ τὸν ἀναγνωρίσουμε. / Τὸ σκονισμένο του ροῦχο ἐλεητικό – δέ ζητούσαμε ἐμεῖς εὐσπλαχνία –, / τὰ λυωμένα παπούτσια του ἀπαιτοῦσαν συμπάθεια – δέν εἴχαμε ἐμεῖς νὰ δώσουμε τίποτα –, / ξένος, ἀκάλεστος, ἀμέτοχος στὴ λύπη μας, / ἦρθε νὰ λυπηθῇ ἐμᾶς. Πίσω ἀπ' τὰ σκονισμένα γένεια του / τρεμόφεγγαν τ' ἀστέρια τοῦ χαμόγελου / μὲ αὐτή τὴν αὐταρέσκεια τῆς ἐπιείκειας, μὲ τὴ συγκατάνευση / τῆς ἀρχαίας δοκιμασίας του, σὰ νάλεγε: Κι αὐτό θὰ περάσῃ, / ὅπως οἱ κεντημένες μπάντες στοὺς τοίχους τῶν παλιῶν σπιτιῶν / σμίγοντας μιὰ νοικοκυρίστικη σοφία μὲ πολλά παράταιρα μεταξωτά λουλούδια / – τριαντάφυλλα, γαρύφαλα, πανσέδες (ὄχι μενεξέδες), / κ' οἱ κορδέλλες ὁλόγυρα οἱ κεντημένες κίτρινες...

- - - -Τί ἤθελε;.. / Κι ἄν ἔχουμε, δέ θέλουμε νὰ δώσουμε τίποτα. Ἄς μᾶς ἀφήσουν ἐπιτέλους / στὸ σεπτό σεβάσμιο πένθος μας, στὸ θάνατό μας, / στὴν περηφάνειά μας νὰ μή δειλιάζουμε μπροστά στὶς σκιές τῶν πραγμάτων νὰ μᾶς ἀφήσουν / νὰ ἐξαντλήσουμε τὴ στάση τῆς γονυκλισίας μας, ἀκούγοντας παρήγορο / τὸν ξυλοφάγο στὶς γωνιές τῆς σιωπῆς... / Νὰ φύγῃ, εἴπαμε. / Ξένος, ἀκάλεστος, ὕπουλος, / ὑποκρινόταν τὸ φτωχό γιὰ νὰ πιστέψουμε στὸν πλοῦτο μας, / νὰ μή μᾶς ταπεινώσῃ, νὰ μᾶς δωροδοκήσῃ μὲ τὴν ὀρφάνειά του, / μὲ τὴν ἀχάμνια του (ἔδειχνε κιόλας τὰ γυμνά πλευρά του, τὸ φαρδύ του στέρνο), / γιὰ ν' ἀποσπάσῃ ἀπὰ μᾶς ἕνα χαμόγελο πάλι, μιὰ νέα μαρτυρία ζωῆς∙ / κουδούνιζε πάνω μας τὸ βλέμμα του σάν παιδική κουδουνίστρα, / νὰ συγκεντρώσῃ τὴν προσοχή μας σ' ἕνα ἀλλοῦ∙ ἀναποδογύριζε / τὶς τσέπες τοῦ παντελονιοῦ καὶ τοῦ σουρτούκου του / νὰ δείξῃ τὸ ἄδειο του, νὰ μᾶς πείσῃ∙ / κι ἀπ’ τὶς τσέπες του πέφταν λίγα χνούδια μονάχα, λίγα τρίμματα καπνοῦ / μαλακά σὰ νὰ χιόνιζε σ' ἕνα μικρό γκρίζο τοπίο, μισό μέτρο, / κ' οἱ ἀντεστραμμένες ἄδειες τσέπες του ἦταν / σάν τ' αὐτιά ἥμερων ζώων ποὺ ἀφουγκράζονται πέρα ἀπ' τὴ σιωπή, / ἢ σὰ μικρές ξύλινες σκάλες σ' ἕναν περιστεριῶνα / ὅπου μυρίζει ἀσβέστης, κουτσουλιά καὶ ζεστά πούπουλα. / Ἦταν μιὰ ἀρχή ἀπὸ μικρή τρυφερότητα ποὺ δέν ξαφνιάζει, δέ μετατοπίζει∙ / ἦταν μιὰ μετρημένη λήθη, νὰ ξεθαρρευτοῦμε, / νὰ ἐπεκτείνουμε τὴ μνήμη πρὸς τὰπέρα ἢ πρὸς τὰ πάνω...

- - - -Ἀπὸ ποῦ ἔρχονταν αὐτός ὁ Ξένος; Τί ζητοῦσε; Ὁ δρόμος του / ἐρχόταν ἀπ’ τὸ χτές ἢ ἀπ’ τὸαὔριο; Στ' ἄλουστα μαλλιά του / ἦταν στάχτες καὶ σταγόνες δροσιᾶς – φανερό πὼς εἶχε ὁδοιπορήσει μὲς στὴ νύχτα / κ' ἴσως νἄχε περάσει ἀπ’ τὴ φωτιά, κάτω ἀπ' τ' ἀποκαΐδια. Στὴ φωνή του ἀναγνωρίζαμε / τὸ τρίξιμο τῆς πόρτας ὅταν ἀνοίγουν νὰ μᾶς φέρουν ἕνα ζεστό, / ὅταν τὰ συνεργεῖα τῶν ξυλουργῶν στὴ γειτονιά μας πλανίζουν μεγάλα σανίδια / γιὰ νέες οἰκοδομές, ὅταν στὸν ἴσκιο τῆς μάντρας τὰ θερινά μεσημέρια / συνάζωνται μαστόροι καὶ τεχνῖτες, χειρώνακτες καὶ θεληματάρηδες, / καὶ κουβεντιάζουν γιὰ τὸ μεροκάματο, ἁπλοποιῶντας τὸ χρόνο, / στρογγυλεύοντας τὴ ζωή σὲ δυό μονάχα κανονικά ἠμισφαίρια, / τὄνα φωτεινό καὶ τ' ἄλλο σκοτεινό∙ κ' ὕστερα, στὴ μικρὴ σιωπὴ ποὺ μεσολαβοῦσε, / ἀκουγόταν τὸ τελευταῖο περσινό φύλλο ποὺ ξεκολλοῦσε ἀπ’ τὸ δέντρο / κ' ἔπεφτε μ' ἕναν τρομαχτικό κι ἀνήκουστο θόρυβο ἀνάμεσα στὰ γόνατά τους, / κι αὐτοί συνέχιζαν πάλι τὴ δίκαιη κουβέντα τους γιὰ τὸ ψωμί καὶ τὸ ἁλάτι, / ἐνῶ ὁΞένος συνέχιζε μόνος του πιὸ πέρα...

- - - -Ἔξω ἀπ' τὸ παράθυρο φωτίζονταν ὁ ἀντικρυνός τοῖχος / κάτασπρος μὲ τὸ διαγώνιο ἥλιο∙ τραβοῦσε τὸ βλέμμα∙ τραβοῦσε τὴν ἀκοή∙ / δέν ἀκούγαμε τὸ ἴδιο μας τὸ κλάμα. Ἐκεῖνα ποὺ χάσαμε καὶ χάνουμε, ἔλεγε, / ἐκεῖνα ποὺ ἔρχονται, προπάντων ἐκεῖνα ποὺ φτιάχνουμε / εἶναι δικά μας, μποροῦμε νὰ τὰ δώσουμε, ἔτσι ἔλεγε. / Ἀκάλεστος, ξένος, ἀπαράδεχτος, / κ' ἦταν τὰ λόγια του σά μιά σειρά σταμνιά σὲ νησιώτικα παράθυρα, / γερά, καλόκαρδα σταμνιά ἱδρωμένα, / θυμίζοντας τὸ δροσερό νερό σὲ νεανικά στόματα / – κι ἂς ἀρνιόμαστε τὸ νερό καὶ τὴ δίψα μας∙ θυμίζανε / ἢ τὶς γλάστρες μὲ τὰ βασιλικά, τὰ γεράνια, τὴν ἀρμπαρόριζα, / τὴν ὥρα ποὺ βραδυάζει καὶ γυρίζουν τὰ ζῶα ἀπ’ τὴ βοσκή, / κι ὁ χρόνος εἶναι μαλακός κι ἀπέραντος, διακεκομμένος μόνο ἀπ' τὰ κουδούνια τῶν προβάτων / – διάφορα μέταλλα, διάφοροι ἦχοι, διάφορη ἀπόσταση, / πιστοποιῶντας τὴν ἀπεραντοσύνη σὲ κάθε κατεύθυνση : / μπροστά ἢ πίσω, ἀπ’ τὄνα ἢ τ'ἄλλο πλάι, πάνω ἢ κάτω. / Ἡ στιγμή δέν ἠταν πιά ἕνα κλείσιμο, / μὰ τὸ κέντρο μιᾶς ἔκτασης μ' ἄπειρη περιφέρεια, / πέρα ἀπ’ τὰ βουνά καὶ τὸν ὁρίζοντα, πίσω ἀπ' τὸ χτές καὶ τὸ αὔριο, πέρα ἀπ’ τὸ χρόνο, σ’ ὅλο τὸ χρόνο / τὸν πεθαμένο καὶ τὸν ἀγέννητο, πάνω / ἀπ’ τὸν καπνό τῶν βραδυνῶν καπνοδόχων, ποὺ μοσκοβολοῦσε ταπεινότητα, / καρτερία, μετριοπάθεια, πέρα, πάνω ἀπ’ τοὺς λύχνους που ἀνάβαν πρὶν ἀπ' τ' ἄστρα, / πάνω ἀπ’ τ' ἄστρα που ἀνάβαν πρίν ἀπ’ τὴν προσοχή μας καὶ τὴ γνώση μας / – εὐτυχισμένα τ' ἄστρα, πρᾶα, εὐοίωνα, / δίχως καθόλου προαίσθημα Θανάτου, δίχως καθόλου θάνατο... / Καὶ τὰ παιδιά ποὺ ὑπήρξαμε, ἔλεγε, / τὰ ὑπάρχουμε, ἀπαλλαγμένα κιόλας ἀπ’ τὴ στενότητα τῶν πρώτων μας χρόνων, / ἀπ’ τὴν ὀξύτητα τῆς στενότητας, ἀπ’ τὴν ἀνυπομονησία τῆς αὔξησης, / ἀπ' τῶν «μεγάλων» τὴν παρεξήγηση. / Τὰ παιδιά κλαῖγαν καταμόναχα / ἀνάμεσα στὰ θάμνα καὶ κανένας δέν τἄπαιρνε στὰ σοβαρά, / γιατὶ τὰ πρόσωπά τους ἦταν βαμμένα ἀπ' τὰ μοῦρα ἢ τὰ βατόμουρα / κ' ἦταν ἡ λύπη τους κόκκινη κι ἀστεία. / Τὰ ὑπάρχουμε, / τὰ διατηροῦμε τώρα σ' ἕνα φῶς πλατύ, μαζί μὲ τὸν ἀπέραντο κάμπο, / μαζί μὲ τὰ στάχυα καὶ τὶς παπαροῦνες, μαζί μὲ τ' ἀμπέλια, / μαζί μὲ τὸ ληνό καὶ τὰ πόδια τῶν ἀμπελουργῶν βαμμένα ὣς τὰ γόνατα ἀπ’ τὸ μοῦστο, / τότε ποὺ οἱ ἄντρες μὲ σκισμένα βρακιά καὶ σκισμένα πουκάμισα / βρίζονταν δίχως λόγο καὶ δίχως θυμό..- μεγάλες γυμνόστηθες βλαστήμιες, / δασύτριχες βλαστήμιες, ποὺ τὸν ἀνόητο ἀντρισμό τους καὶ τὴν εὐθυμία τοὺς / ἀπόφευγαν τὰ κορίτσια, κρυμμένα / πίσω ἀπ’ τὰ πελώρια τσαμπιά τῶν σταφυλιῶν, πίσω ἀπ’ τὰ φαρδιά κληματόφυλλα, / καὶ τ' αὐτιά τῶν γυναικῶν ἦταν κρουστά καὶ ρόδινα σὰν πρωινοί ὁρίζοντες. // Ἀρκεῖ νὰ σπάσουμε τὴν πολιορκία τῆς στιγμῆς, ἔλεγε. –Πώς; Πές μας!.. (Δέν ἀπάντησε...) / Ἀρκεῖ νὰ θυμηθοῦμε τότε ποὺ κόβαμε καλάμια ἀπ’ τοὺς ὄχτους καὶ φτιάχναμε κοντάρια, / πετῶντας τα πάνω ἀπ’ τὰ ψηλά ἀρχοντόσπιτα, δοκιμάζοντας / τὴ δύναμη τῶν χεριῶν μας, τοῦ ξύλου, τοῦ σίδερου, τῆς πέτρας, τοῦ ἄνεμου, / πολλαπλασιάζοντας ἀνύποπτα τὴ δύναμη τῶν χεριῶν μας, / μαθαίνοντας νὰ κυβερνᾶμε ὄχι μόνο τὸ στέρεο μὰ καὶ τὸ ἀνάλαφρο. // Ἡ ἐξοχή μοιραζόταν σὲ κύκλους μοναξιᾶς δίπλα στὶς πικροδάφνες, τὶς ἀλυγαριές, τὰ βάτα∙ τὰ πουλιά πρωτομάθαιναν τὰ ὀνόματά τους∙ τὸ ἴδιο καὶ τὰ δέντρα καὶ τὰ πράγματα / – ὁ σουγιάς ποὺ πελεκὰς τὸ καλάμι, / ἡ μικρή φυσαρμόνικα στὴν τσέπη σου, / ὁ δόκανος, ἡ ξόβεργα, ἡ φλογέρα, / τὸ βῆμα τοῦ ἀρνιοῦ, τὸ χρεμέτισμα τοῦ ἀλόγου, / ὁ ἦχος τοῦ ποταμοῦ ποὺ ἦταν σὰν ἄλλο μακρόσυρτο χρεμέτισμα ἑνὸς ἀλόγου φωτεινοῦ σ' ὅλο τὸ μάκρος τοῦ δαφνῶνα, / τὰ ξέχωρα χρώματα κι ἀρώματα τῶν λουλουδιῶν, / τὸ μαλλί, τὸ μπαμπάκι, τὸ λινάρι, τὸ μετάξι, / τὸ κυνήγι τῶν μελισσουργῶν τὰ χαράματα στὶς λεῦκες, / ὁ πολύχρωμος οὐρανός τῶν χαρταετῶν, τὸ τέντωμα τοῦ σπάγγου κ' ὕστερα ἡ χαλάρωση, / αὐτή ἡ ἀνάλαφρη λαμπρή καμπύλη του σπάγγου σὰ βαθειά ἐκπνοή / γιὰ νὰ τεντώσῃς καὶ πάλι τὸ στῆθος σὲ ἀπέραντη ἀνάσα. // Ἀργότερα θὰ σμίγαν ἀπὸ μέσα, μόνα τους, ὅπως τὰ στέρεα φύλλα στὰ κλαδιά τοῦ δέντρου / δένοντας χῶμα, φῶς κι ἀέρα. Γιατὶ ἡ κάθε φωνή / εἶχε πολλούς ἀντίλαλους ἀνάμεσα στὰ δυό βουνὰ τ' Ἁι-Λιᾶ καὶ τῶν Ἁι- Σαράντα, / κι ἀς ἦταν ὁ κάμπος ἀπέραντος σὰν μιὰ ἀθανασία... Σάν θυμηθοῦμε, εἶπε, / ποτέ δὲν ἔχει περάσει ἡ ὥρα αὐτοῦ ποὺ θυμόμαστε. Τὰ φραγκόσυκα / δέν ἔχουν μόνο σχῆμα καὶ γεύση∙ συγκεντρώνουν / ἕναν κόσμο σπόρους καὶ νοήματα μέσα στὴν πράσινη τριχωτή γροθιά τους, / θυμίζουν τὶς ἀναβολές μας, θυμίζουν ἕνα ἀργότερα / σὰν συνέχεια τῆς δικῆς μας παράλειψης, / σὰν ἔλπιδα ἀνασύνθεσης ὅλου τοῦ κάμπου / ὅταν τὴν αὐγή τινάζεται ὁ κορυδαλλός στὰ ὕψη κι ὁ ὕμνος του / κάθετος κ' ἑλικοειδής κάνει τὴ γῆ νὰ γυρίζῃ σὰ σβούρα στὴν ἀνοιχτή παλάμη μας... // Μύριζε τότε ἡ νοτισμένη ρίγανη, ὁ σανός, τ' ἄγρια τριαντάφυλλα / οἱ ἀγωγιάτες πότιζαν τ' ἄλογα στὴ βρύση κάτου ἀπ' τὰ πλατάνια / τ' ἄλογα κόβαν τὶς τριχιές τους τὸ μεσημέρι καὶ χάνονταν καλπάζοντας στὸ διάστημα / τὸ κακάρισμα τῆς κόττας ἦταν μιὰ δόξα μέσα στὸ χρυσό ἀχερῶνα... Δέν εἰναι λοιπὸν ἀπουσία / τὸ ἄνοιγμα τοῦ παράθυρου ἢ τοῦ λάκκου μπρὸς στὸν οὐρανό. Δέν εἰναι ἀπουσία ὁ καλπασμός τοῦ ἀλόγου / ἡ ἀντικατάσταση τῶν μαραμένων λουλουδιῶν μὲ φρέσκα λουλούδια στὸ ποτήρι / μὲ φρέσκο νερό τὸ πλύσιμο τοῦ ποτηριοῦ κ' ἡ μιὰ χειρονομία ποὺ διαδέχεται τὴν ἄλλη – ποιά ἁμαρτία; / Ὅλα πορεύονται κάπως κυκλικὰ ἐπιστρέφουν / σ' ἕνα πιό πάνω ἐπίπεδο τὰ ξανασυναντοῦμε... // Τὰ καδρόνια τοῦ σπιτιοῦ μὲ τὰ διπλά καρβέλια, μὲ τὰ ρόδια, τὰ κυδώνια, / μένουν πάντα σὰν ὁριζόντιες κολῶνες στὸ ναό μιᾶς ἁπλῆς γνωριμίας / – πλαγιασμένες κολῶνες σὲ στάση ἀνάπαυσης, φιλίας, συνουσίας, ὕπνου... Τότε τὰ παιδιά / ἀρνιόντανε νὰ κοιμηθοῦν τὰ μεσημέρια, / μὴν κλείσουν μιά στιγμή τὰ μάτια τους στὸ θαῦμα τοῦ ἥλιου / μὴ καὶ τἄβρῃ τὸ δεῖλι κοιμισμένα∙ δοκίμαζαν / τὴν ἁφή καὶ τὴ γεύση τοῦ ἐφήμερου (ποιό ἐφήμερο;) τρέχαν ξυπόλητα στ' ἀγκάθια τῆς αἰωνιότητας, / ξυπόλητα ὄχι μήπως καὶ τ' ἀκούσουν οἱ μεγάλοι, / μονάχα γιὰ νὰ νιώθουν στὶς φτέρνες τους τὴ ζεστή κοιλιά τῆς γῆς!.. Τὰ παιδιά στέκονταν λαχανιασμένα, / κοιτάζαν μιὰ στιγμὴ τὴν κινούμενη εἰκόνα τοὺς μὲς στὸ ποτάμι, / κατουροῦσαν στὸ ποτάμι νιώθοντας τὴ δροσιά τοῦ ἤχου πάνω στὰ ζεσταμένα ἀπ' τὴν τρεχάλα σκέλια τους, / τὴν ὥρα ποὺ τὰ τζιτζίκια κ' οἱ ἀτσίγγανοι ἀναστάτωναν τὶς συνοικίες τοῦ μεσημεριοῦ... Ὅταν βράδυαζε, / ἥσυχα τὰ ποτάμια κ' οἱ ἀγελάδες ἀναμηρυκάζανε τὴν ἱστορία τοῦ κόσμου, / τ' ἀτίθασα ἄλογα γύριζαν μόνα τους στὸ στάβλο, / τὰ παιδιά γύριζαν σπίτια τους, / τὰ καρπούζια τρίζαν ἀπ’ τὸ νύχτιο ἀγιάζι, / ὁ δυόσμος μύριζε σά νὰ τὸν ἀνέμισε βιαστικό πέρασμα / ἀπ’ τὸ φαρδὺύ φουστάνι μιᾶς ἔνοχης γυναίκας... Τότε ἀκούγονταν ἀπόμακρα / τὰ ὄργανα ἀπ’ τὸ πανηγύρι τοῦ ἄλλου χωριοῦ, / στὸν Ἁι-Δημήτρη ἢ πιό πέρα, στὰ Τάλαντα, / κ' ἡ στρογγυλή αὐριανή βουή πύκνωνε μέσα στὶς καμπάνες, / ἀκούγονταν τ' ἀλυχτήματα τῶν σκυλιῶν στὰ χωράφια, τὸ μακρυνό βῆμα τοῦ δραγάτη, / τὰ χελιδόνια ποὺ ἀναδεύονταν στὸν ὕπνο τους μὲς στὶς χλιαρές φωλιές τους, / οἱ μυστικές ὁμιλίες ποὺ ρυθμίζανε τὴ διανομή τοῦ νεροῦ στὰ μποστάνια, / τὸ χτύπημα τῆς τσάπας στὸ μαλακό ὑγρό χῶμα καὶ πιότερο ἀπ’ ὅλα / τ' ἀστέρια ποὔπαιρναν βαθειές εἰσπνοές κι ἀναστενάζαν ἥσυχα, / λέγοντας τὄνα στ' ἄλλο, καὶ σὲ μᾶς: Τί ὄμορφη ποὖναι ἡ πλάση!..

- - - -Ἔτσι σκαλίσαμε / τὶς πρῶτες τρῦπες στὸ καλάμι..- ἔτσι μάθαμε / νὰ σεργιανᾶμε στὸ καλάμι τὰ δάχτυλα / ξαναλέγοντας τοὺς στεναγμούς τῶν ἄστρων... / Ὁ δασοφύλακας κατηφόριζε μὲς στὸ φεγγαρόφωτο μὲ τὸ δίκαννό του, / σὰ νἆχε περασμένο στὸν ὦμο του ἕναν μικρό πίδακα ἀσημένιο νερό, κι ὁ ταχυδρόμος / ἔβαζε τὴν πέτσινη τσάντα του γιὰ προσκέφαλο κάτω ἀπ’ τὰ δέντρα / κι ἀποκοιμιόταν στὸν κόρφο τοῦ κόσμου, / ἐνῶ τὰ κοάσματα τῶν βατράχων πετροβολοῦσαν μάταια τὴ διάφανη ἀπόσταση... // Οἱ τοῖχοι, οἱ μάντρες, τὰ πεζούλια, ἀχνίζανε ζεστά μὲς στὴ νυχτερινή ὑγρασία, / γιατὶ ἐδῶ εἶχαν ἀκουμπήσει τὶς φαρδιές τους πλάτες οἱ ζεστοί ἑλληνικοί μῆνες, / κ' ἐπάνω στὴν πλαγιά τοῦ λόφου βούιζε τὸ μικρό κοιμητῆρι μὲ τοὺς ξύλινους σταυρούς / ἀπ’ τὸ μεγάλωμα τῆς χλόης, τῶν ἀγριολούλουδων, τῆς τσουκνίδας, / κι ὁλάκερο φωσφόριζε σὰ λοξή λίμνη μὲς στὴ νύχτα. Στὸν ἴσκιο τῆς μάντρας του / σταλιάζανε τὸ μεσημέρι τὰ μεγάλα ἀγόρια τρώγοντας τὰ κλεμμένα καρπούζια. Τώρα / φέγγιζε ἥσυχο καὶ σοβαρό τὸ κοιμητῆρι, / σὰν τὸ νουθετικό, τὸ ἀξύριστο πρόσωπο τοῦ πατέρα..- τόσο που ἂν ἔβρισκες χάμω ἕνα κομμάτι ψωμί πεταμένο, / τὄπαιρνες, τὸ ἀσπαζόσουνα κρυφά καὶ τὸ ἀκουμποῦσες στὸ περβάζι ἑνὸς παράθυρου...

- - - -Ἦταν μιὰ ριγηλή μικρή βουή μέσα σὲ κάθε δευτερόλεπτο, / σὰν τὸ φτερό μιᾶς μέλισσας δίπλα στὸ μάγουλο ἑνὸς λουλουδιοῦ, / κ' οἱ μέλισσες ἦταν πολλές στὸν κῆπο / καὶ μεῖς τόσο κοντά στὰ πράγματα ποὺ μέναμε ἀπόμακροι / καὶ δέ μπορούσαμε νὰ ἑνώσουμε μὲς στὴν ἰδέα τῆς μέλισσας τὸ κεντρί καὶ τὸ μέλι της – θυμόσαστε; Τότε / ποὺ ἦταν ἀλλιῶς νὰ κάθεσαι σ' ἕνα σκαμνί ἢ σ' ἕνα δέντρο, / σὲ μιὰ παλιά μυλόπετρα ἢ σ' ἕνα σπασμένο κιονόκρανο. / Ὕστερα πλάτυνε ὁ χρόνος κ' ἡ βουή κ' ἡ γνώση / σὲ μιὰν ἐπιστροφή ἀπ’ τὸ μακρυά ἐδῶ στὸν ἑνωμένο χρόνο / ὅπου κάθε νύχτα τὰ βατράχια ὑπάρχουν μὲς στὸν κάμπο / κι ὁ κάμπος μέσα στὰ βατράχια..- θυμηθῆτε τὶς ἀρχαῖες φωνές τους, / ποὺ πλημμυροῦσαν τὴν ἀκοή τῆς θερινῆς νύχτας! / Τὰ βατράχια ποὺ κάθονταν στὰ μαλακά τους πόδια ἐχέμυθα καὶ φλύαρα, / ἕτοιμα νὰ πηδήσουν στὸ νερό κ' ἕτοιμα πάλι νὰ πηδήσουν στὸν ἄερα, / ἀφήνοντας πίσω ἀπ' τὸ πήδημά τους ἕνα μυστικὸ σύρσιμο, καὶ τὸν ἀντίλαλό της φωνῆς τοὺς / κόμπο-κόμπο μὲς στὴ σπονδυλική στήλη τοῦ καλοκαιριοῦ... Λέω γιὰ τότε / ποὺ ἀκόμη καὶ τ' ἀστέρια φαίνονταν ὑπερφυσικά καὶ ἀσύστατα, / κ' ἔπρεπε νὰ μεσολαβήσῃ διαλλαχτική ἡ σιωπή κι ὁ χρόνος / ὥσπου νὰ ξαναβροῦν τὴ φύσι- κότητά τους οἱ φωνές τῶν βατράχων κι ὁ ἀντίλαλός τους, / τὰ χαμένα καλοκαίρια, οἱ ἀπέραντες νύχτες, / οἱ μέλισσες καὶ τ’ ἄστρα μὲς στὸν ἄπειρο κάμπο, / ὁ κάμπος κ' η σιωπή κι ὁ χρόνος...

- - - -Ὅλα δικά μας, πιό δικά μας μὲ τὴ μνήμη μας – ἔλεγε ὁ Ξένος – πιό εὐτυχισμένα! / Οἱ μυστικοί ἐλαιῶνες στοὺς μικρούς λόφους μὲ τ' ἀποστολικά σούρουπα∙ / τὰ καλαμένια τσαρδιά τῶν χωρικῶν, κουρνιασμένα στὰ δέντρα, ποὺ τὰ φώτιζαν μόνο τὰ μικρά μάτια τῶν πουλιῶν∙ / τὰ δεμάτια οἱ λυγαριές, ποὺ μαλακώναμε βδομάδες στὸ ρυάκι νὰ φτιάξουμε καλάθια∙ / τὰ μελωμένα μαῦρα σῦκα, παγωμένα ἀπ' τὴν αὐγή, ὅταν ἀφήναμε τὰ σαντάλια μας / μπροστὰ στὴ ρίζα τῆς συκιᾶς καὶ σκαρφαλώναμε στὸν οὐρανό, / ὄχι ἀπ’ τὴ σκάλα, μήτε ἀπ’ τὰ κλαδιά, μὰ ἀπ’τὰ πατήματα τοῦ ἀγέρα!.. Κάθε βράδυ – θυμᾶσαι; – / τὸ μέγα ἀστέρι σὰν τὸ μάτι τοῦ παντοκράτορα ἐπιτηροῦσε τὸν ὕπνο τῶν βοσκῶν καὶ τῶν ψαράδων, / καὶ τὰ πόδια τῶν γυναικῶν, ὅταν ἔβγαζαν τὶς κάλτσες τους, / ἦταν πλατιά καὶ φωτεινά..- φώτιζαν τὶς μεγάλες ταράτσες ὅπου λιάζαν τὴ μαύρη σταφίδα, / φώτιζαν τὰ σκαμνιά καὶ τὶς πόρτες... Πρὶν κοιμηθοῦν οἱ γυναῖκες / χτένιζαν τὰ μακρυά μαλλιά τους μὲ ἱερατικές κινήσεις, / σά νἄβρεχαν τὰ δάχτυλά τους σὲ ἀθώρητα κάθετα ποτάμια, / σὰ νὰ συνωμιλοῦσαν μ' ἕναν ἄλλον ἔρωτα, ἐνῶ οἱ ἄντρες εἶχαν κιόλας κοιμηθῆ / κ' ἡ τραχειά ἀναπνοή τους ἔκανε νὰ θροΐζουν τὰ σγουρά μουστάκια τους / σὰν τὰ ξερά στάχυα στὸν κάμπο... Οἱ γυναῖκες, / μεγάλες, μυστικές, μονάχες, / σχεδόν αὐθύπαρκτες καὶ αὐτάρκεις, συνέχιζαν / μια ἀόρατη συνομιλία ἐνῶ χτενίζονταν, / σά νὰ ὑπαγόρευαν μιὰ συμμαχία μὲ τὰ ὑψηλά στρώματα τῆς νύχτας / ἐπικυρώνοντας ἕνα-ἕνα τ' ἄρθρα τῶν ἄστρων μὲ μια ἀνεπαίσθητη κίνη­ση τοῦ κεφαλιοῦ, / μιὰ συμμαχία μὲ τὶς κορφές τῶν πλατανιῶν, τῶν εὐκάλυπτων, τῆς λεύκας, / μὲς τὶς βουβές πηγές μὲ τὶς περίπλοκες ρίζες τοῦ νεροῦ..- / καὶ τὰ βατράχια, συνεννοημένα, στοὺς πράσινους ὄχτους, / ξεχείλιζαν τὴ στεφάνη τῆς νύχτας / κάνοντας μιὰ βαθύσκιωτην ἀντιμετάθεση γιὰ νὰ καλύψουν τὴ σιωπή τῶν γυναικῶν, / νὰ καλύψουν τὸ βλέμμα τους, τὴν ἐπαρσή τους, τὴν ἐρήμωσή τους... // Μιὰ κουκουβάγια πετρωμένη στὴ στέγη τὶς κοιτοῦσε μὲ τὰ δυό ὁλοστρόγγυλα φῶτα της, / ἔκανε πὼς δέν τὶς ἔβλεπε, κι αὐτές πὼς δέν τὴν ἔβλεπαν∙ / μὰ κάτω ἀπ' τὴν προαιώνια τους σκλαβιά, μὲς ἀπὸ δυό μικρές ὑπόγειες σήραγγες / τοὺς μεταβίβαζε ὥς τὶς φλέβες τοὺς τὸ στυλωμένο φῶς της... // Ἀπρόσιτες γυναῖκες, δεσποτικές, αὐταρχικές, ἀειπάρθενες, / φιλενάδες τῆς νύχτας, φιλενάδες τῆς μουγγῆς βλάστησης, / εἶχαν συναντηθῆ μὲ τὶς μάγισσες μὲς στὶς βαθειές πέτρινες σπηλιές γεμάτες τυφλές νυχτερίδες, / κι ὅταν ἔρριχναν τὸ ἁλάτι στὸ φαΐ ποτέ δὲν ἤξερες τί προετοιμάζανε∙ / τὸ τσουκάλι, τὸ καζάνι, τὸ τηγάνι, / φοροῦσαν μιὰ προσωπίδα καπνιά∙ δέ μαρτυροῦσαν τὰ μυστικά τῆς γυναίκας, δέ μαρτυροῦσαν / τὰ κρυφά τους βότανα, τοὺς συνδυασμούς τῆς μαγειρικῆς τους, τὴ μοναξιά τους ὅταν ψιλοκόβουν τὸ μαϊντανό, / ὅταν σιδερώνουν στὴν κάμαρα ὣς ἀργά, καὶ τὶς προφταίνῃ τὸ φεγγάρι στὸ ἀνοιχτό παράθυρο / κι αὐτές προσέχουν μὴν πατήσουν τὸ τετράγωνο τοῦ φεγγαριοῦ πάνω στὸ πάτωμα, / τὴν ὥρα ποὺ τὰ σιδερωμένα ἐσώρουχα, στοίβα στὸ τραπέζι, / εἶναι σὰν ἄκοπα φύλλα βιβλίων ποὺ ἐκεῖνες τὰ διάβασαν / καὶ ξέρουν ὅλα τὰ μυστικὰ τοῦ σώματός μας... / Ἐμεῖς δέ γνωρίζουμε / τὰ ξόρκια τους ὅταν γυαλίζουν στὴν αὐλή μὲ χῶμα τὰ χαλκώματα, / κι ἀστράφτουν τὰ χαλκώματα στὸν ἥλιο σὰν ἐπίγεια οὐράνια σώματα, κι ἀστράφτουν κ' οἱ γυναῖκες μὲς στὸ θρίαμβο τῆς ἡγεμονίας τοὺς / μπροστά ἀπ’ τὶς βουβές στρατιές τῶν κλεισμένων πραγμάτων... / Δέ γνωρίζουμε / τὴν πεισμωμένη ἐλευθερία τῆς σιωπῆς τους ὅταν ἀρνοῦνται νὰ ὀργιστοῦν, / τὴν περηφάνεια τους καθὼς ἡ σεμνότητα λυγίζῃ τὰ ματόκλαδά τους, / τὴν πολυάριθμη ἄμυνά τους, σὰν τὰ σφιχτά ἀλλεπάλληλα φλούδια τοῦ φρέσκου σκόρδου, / αὐτά τὰ εὔθραυστα ντύματα..- τί ἐννοοῦν; τί ἀποσιωποῦν; / ποιά πάνοπλη ἀρετή προστατεύουν πίσω ἀπ’ τὸ διάφανο χαμόγελό τους μέσα στὴ ματωμένη ἑσπέρα τοῦ Φθινοπώρου, / ὅταν τὰ βήματα τῆς Παναγίας προδίδωνται ἀπ’τὸ τρίξιμο τῶν ἄχυρων καὶ τῶν ξερῶν φύλλων, / κι ἀπ’ τὰ φωτεινά στίγματα ποὺ ἀφήνουν σ' ὅλο τὸ μάκρος τοῦ δρόμου / τὰ ταπεινά πατήματα τῶν γαϊδουριῶν, τῶν βοδιῶν, τῶν προβάτων; κ' ἐκεῖνες / ἔχουν μιὰ στρογγυλή σταγόνα αἷμα στὸ φουστάνι τοὺς / κ' ἕνα ἀδιόρατο ἄχ στὸ στόμα τους, / ἀπ’ τὴ βελόνα τάχα ποὺ τοὺς τρύπησε τὸ δάχτυλο, καθὼς ξεχάστηκαν ράβοντας..- ποιά ἐπίθεση / ὠργάνωναν τὰ σιωπηλά πλάσματα τοῦ θεοῦ μὲς στὴν ἔρημη ἀγάπη τους δέν ξέραμε ἀκόμα. / Οἱ γυναῖκες / ἔκλεβαν ἀπ’ τὸν ἄντρα τὴ σπορά καὶ καλλιεργοῦσαν μόνες τὸ χωράφι, / εἶχαν τὴ δική τους ἰδιοκτησία, ἀπαραβίαστη. Σεργιανοῦσαν / σείοντας μὲς στὴ μέθη τῆς δημιουργίας τὴ στρογγυλή κοιλιὰ τοὺς / κάτω ἀπ’ τὶς πορτοκαλιές τῆς Ἄνοιξης – σάμπως νὰ κουβαλοῦσαν πίσω ἀπ’ τὴν ἄσπρη τους ποδιά / μικρές γήινες σφαῖρες... / Δέ μιλοῦσαν οἱ γυναῖκες∙ / ἀγέρωχες αὐτές, ἀνῆκαν στὸ μέλλον, προχωροῦσαν, / ὅταν οἱ ἄντρες σταματοῦσαν κάθε τόσο μπρός στὸ ἀλέτρι, / ἤ ὅταν κρατοῦσαν τὸ δρεπάνι σὰν τὸ κουρασμένο φρύδι τοῦ φεγγαριοῦ, μὲς στὴν ἀσάφεια τοῦ ἀπόβραδου... / Αὐτὲς μόνες μὲς στὸ περβόλι μὲ τὰ ὑψηλά ἡλιοτρόπια περίμεναν βέβαιες τη γέννηση, / καὶ τὰ ἡλιοτρόπια τοὺς φώτιζαν τὸ λαιμό καὶ τὸ πρόσωπο μὲ φωτεινούς κύκλους, / κ' οἱ πρῶτες ρόδινες φακίδες στὰ μεγάλα μέτωπά τους / ἦταν τὰ μυστικά σημάδια τῆς αἰώνιας ζωῆς, / ὅπως οἱ βολβοί τῶν φυτῶν, οἱ πατάτες τῶν κυκλάμινων, / ὅπως οἱ ἀπόρρητες ρίζες τῶν δέντρων, ποὺ δουλεύουν χωρὶς νὰ τὶς ἀκοῦμε, χωρὶς νὰ τὶς βλέπουμε...
- - - -Εἶναι πάντα μιὰ γέννηση – ἔλεγε ὁ Ξένος – / κι ὁ θάνατος μιὰ πρόσθεση, ὄχι ἀφαίρεση. Τίποτα δέ χάνεται... / Γιὰ τοῦτο οἱ ἄντρες, / ὅταν νιώθουν τὸ φόβο ἀπ’ τὴ δουλειά, ἀπ’ τὴ φθορά, ἀπ' τὸ κενό, ἀπ’ τὶς ἐφημερίδες, / ἀπ’ τὴ μνήμη τῶν πολέμων, ἀπ’ τὸ τρίξιμο στὶς κλειδώσεις τῶν δάκτυλών τους / ἤ ἀπ’ τὴν κραυγή τοῦ ἥλιου ποὺ σφηνώνεται μέσα στὰ κόκκαλά τους, / ἁρπάζουν τὶς γυναῖκες ὅπως ἁρπάζουν τὰ κλαδιά ἤ τὶς ρίζες ἑνὸς δέντρου πάνω ἀπ’ τὸ γκρεμό / κ' αἰωροῦνται κεῖ πάνω, σὰ νὰ παλεύουν ἤ νὰ παίζουν μὲ τὸ χάος... // Κ' οἱ γυναῖκες ξέρουν καὶ κλείνουν τὰ μάτια τους, / δέ λένε ὄχι, / περιμένουν∙ / κι ὅταν αὐτοί κοιμοῦνται πάλι ἐκεῖνες ἀγρυπνοῦν∙ / κ' εἶναι κι αὐτοί παιδιά τους ὅπως τὰ παιδιά τους, / θὰ τοὺς μεγαλώσουν κι αὐτούς ὅπως καὶ κεῖνα, / θὰ τοὺς ταΐσουν μὲ τὸ μαστό τους, μὲ τὴ σιωπή τους καὶ μὲ τὴν ἄρνησή τους κάποτε, / θὰ τοὺς ποτίσουν ξανά μὲ τὴ δίψα τῆς ἕνωσης, κ' ἕνα πελώριο κῦμα σκοτεινό / θὰ στρογγυλέψῃ τὴν ὅρμή του κάτω ἀπ' τ' ἀντρικά πλευρά, πανέτοιμο / νὰ χτυπήσῃ κατακούτελα τὰ φράγματα, νὰ σύντριψῃ τὰ φράγματα, / ὥσπου νὰ σβήσῃ στὴν καθημερινή ἀμμουδιά, στὰ μικρά βότσαλα, στὴν κούραση, στὴ λησμοσύνη, / δίχως πολλές φορές νὰ βρῇ νὰ χτυπήσῃ τὸ βράχο, νὰ τιναχτῇ δοξαστικό ψηλά / σὰν ἀντίστροφος καταρράχτης μιᾶς συντριμμένης ἔντασης. // Καὶ πάλι οἱ γυναῖκες, / σὰ νὰ μήν εἶδαν τὸ χαμηλωμένο κῦμα τους, θὰ τοὺς ἀφήσουν νὰ πλαγιάσουν, / θ' ἀσχοληθοῦν μὲ τὶς δουλειές τοῦ σπιτιοῦ, ποὺ κρατᾶνε τὰ μάτια χαμηλωμένα, / θὰ γονατίσουν μπροστά στὴ σκάφη νὰ πιάσουν ἀποβραδίς τὸ προζύμι, / σὰ νὰ μὴν πρόσεξαν τὸ κράνος τῶν ἀντρῶν πούπεσε καταγῆς∙ θὰ τὸ μαζέψουν ἥσυχα κι αὐτό, / σὰ νἄταν μιὰ πήλινη γλάστρα, θὰ φυτέψουν ἀργότερα κεῖ μέσα λουλούδια, / μικρά λουλούδια σπιτικά, κάτι γαλάζια λουλούδια πεντάφυλλα, / θὰ τοὺς μαντάρουν, πλάι στὴ λάμπα, τὰ τσουράπια τους / μὲ κεῖνο τὸ ὑπομονετικό ξύλινο αὐγό θὰ τοὺς μαντάρουν / τὴ χιλιοτρυπημένη ἐμπιστοσύνη τους, γιατι οἱ ἄντρες / πολύ περπατᾶνε, πολύ κουράζονται, πολύ φοβοῦνται, πολύ πολεμᾶνε, / κ' εἶναι λεβέντες μὲ τὰ στριφτά μουστάκια τους, τὶς ἄγριες τρίχες τους, τ' ἄγρια ὄργανά τους, / κ' εἶναι παιδιά, κι οὔτε γνωρίζουνε τὴ δύναμή τους, / μονάχα ἀπὸ καυγάδες καὶ παλληκαριές γνωρίζουν, γιατί αὐτοί / δέν ἔμαθαν τὴν πλήρη ἀναμονή μῆνες καὶ μῆνες, καὶ τὴν ἄλλη χρονιά, / αὐτοί δέ φέρνουν μὲς στὰ σπλάχνα τοὺς τὴ ζωή, δέν τὴν ταΐζουν μὲ τὸ σπλάχνο τους / δέν ἀκοῦνε τὰ βήματα τοῦ ἐπερχόμενου μέσα τους / δέν εἰναι ἡ γῆς, μονάχα ὁ σπόρος ποὺ ρίχνεται στὴ γῆς, κ' ὕστερα ὁ κάματος κι ὁ ὕπνος, / ἕνας ὕπνος πλατύς καὶ βαθύς, δίχως ὄνειρα. Τὰ ὄνειρα πάλι τὰ κρατᾶνε οἱ γυναῖκες, μὰ κάποτε / ἀκοῦνε οἱ ἄντρες μὲς στὸν ὕπνο τους, ἀκοῦνε τὰ ἴδια τους τὰ βήματα μέσα στὸν ὕπνο / σά νὰ σηκώθηκαν σὲ μιὰ πομπή τὰ τέλεια ἀγάλματα, / σά νὰ μιλοῦν οἱ πέτρες, τὰ ποτάμια, τὰ δάση, / κι ὁ γνωρισμένος ὕπνος τους περιβάλλει τὴ γῆ καθὼς ὁ ἀγέρας, / τὴ γῆ μὲ τὶς γυναῖκες, τὰ παιδιά, τοὺς αἰῶνες. / Τοῦτος ὁ ὕπνος / γίνεται ἡ γνωριμία ὅλης της ἔκτασης τοῦ βασιλείου μας, / μιὰ σκάλα ριγμένη μέσα στὸ ἄπειρο, / τὸ μέγα ξύπνημα τῆς ὅλης δύναμής μας μέσα σ' ὅλο τὸ φῶς. // Καὶ τότε στρέφουν οἱ ἄντρες καὶ χαμογελᾶνε κ' ὑπομένουν / μὲ τὴ γαλήνια στάση τοῦ κατωρθωμένου, / σὰ νἄχαν κόψει λίγο πρὶν πάνω στὸ γόνατό τους / ἕνα ποτάμι μὲ τὰ δυό τους χέρια – ἔτσι γαλήνια / τόσο που οἱ γυναῖκες τρομάζουν, / χάνονται στὴν κουζίνα, θυμιάζουν τὰ κονίσματα, / ἑτοιμάζουν φασκόμηλο καὶ βεντοῦζες, / καῖνε μοσχοκάρφια στὴ φλόγα τῆς καντήλας, / ρίχνουν σταγόνες λάδι στὸ ποτήρι τὸ νερό, / σταυρώνουν τὸ ψωμί καὶ τὸ προσκέφαλο!.. // Μὰ ὁ ἴσκιος τῆς ξύλινης σκάλας ἀνεβαίνει πάνω ἀπ’ τὸ ταβάνι, / κ' οἱ πλεξοῦδες τὰ κρεμμύδια σαλεύουν ἀπὸ ἀόρατους ἀνέμους σάν πανιά καραβιῶν ποὺ τοὺς παίρνουν τοὺς ἄντρες τους, / καὶ στὰ κρεμασμένα μπρίκια καθρεφτίζονται ἄγνωστα πρόσωπα τῆς παλιᾶς φαμίλιας που ἐπιστρέφουν, // ὁ σταυρός ὁ χαραγμένος στὸ ζυμάρι ὀρθώνεται, / ὁ ἀσβέστης στὸ λάκκο τῆς αὐλῆς ἀρχίζει νὰ κοχλάζῃ, / οἱ πετεινοί λαλοῦνε ὅλη τη νύχτα / σά νὰ ξημερώνῃ ἑφτά φορές, σά νὰ μή νύχτωσε καθόλου, / καὶ τὰ πρόσωπα τῶν ἀρσενικῶν, ἀκόμη καὶ τῶν πιό μικρῶν ἀγοριῶν, ἀστράφτουν μὲς στὸ βράδυ, / γιομᾶτα πιτσιλιές σουβάδες σά νἄχτιζαν ὁλημερίς μιὰ μεγάλη ἐκκλησία / ὅλο γυμνές κολῶνες καὶ πελώρια παράθυρα / χωρίς χρωματιστά τζάμια, χωρίς εἰκόνες, χωρίς ἐπιτάφιους, / μὲ μιὰ ὑψηλή λευκότητα χωρίς σκιά, χωρίς πληγή, χωρίς θάνατο...
- - - -Κ' εἶναι σὰν μιὰ ἔξοδος ἀπ' τὸ χρόνο, σὰν καθήλωση τοῦ χρόνου, σὰν κατάργησή του / ἀπ' τὴν ταχύτητα τῆς σκέψης καὶ τῆς μνήμης καὶ τοῦ ὀνείρου, / κι ἀπ’ τὴν ὑπομονή τῆς ἀνθρώπινης πράξης. / Εἶναι ἡ ἕνωση, εἶπε, / τοῦ ἄντρα καὶ τῆς γυναίκας, τῆς σιωπῆς καὶ τῆς φωνῆς, τῆς ζωῆς καὶ τῆς ποίησης / – καὶ πιά τὸ σφύριγμα τῆς σιγαλιᾶς μέσα στὶς κλειδαρότρυπες τῶν σπιτιῶν δέ γίνεται πίσω ἀπ' τὶς πλάτες σου, / καὶ τὸ φύσημα τῆς νύχτας μὲς στὶς τρῦπες τῶν ἄστρων δέν εἰναι ἑνα σύνθημα / γιὰ κάποιον ἄλλον ποὺ ἐσύ δέν τὸν βλέπεις καὶ ὑπονοεῖ ἐσένα. / Οἱ πόρτεςπάνω καὶ κάτω μένουν ὀρθάνοιχτες∙ φυσάει ὁλόγυρα μὲ παρρησία ὁ ἀγέρας, / καθαρίζει ἡ ἀτμόσφαιρα, τὰ κλειδιά ἀχρηστεύονται ἀπὸ μόνα τους, / κι ὅλος ὁ κάμπος, ὁ ἀρχαῖος, ὁ χοντροκόκκαλος, / τρέμει τὰ μεσάνυχτα σύγκορμος ἀπ’ τὸ βουητὸό τῶν γρύλλων, ἀπ' τὶς κραυγές τῶν βατράχων, ἀπ' τὸ πριόνισμα τοῦ Γαλαξία, / καὶ τὸ φεγγάρι που ἀνεβαίνει τελετουργικά ἀπ’ τὸν ὁρίζοντα / εἶναι σὰν τὸν καινούργιο μουσκεμμένο κουβά που ἀνεβάζει τὸ ἀμίλητο νερό ἀπ’ τὸν Κάτω Κόσμο...
- - - -Τότε τὰ κόκκαλα τῶν Ἑλλήνων – τῶν Ἐνετῶν, τῶν Φράγκων, τῶν Τούρκων, τῶν Ἑλλήνων – / θαμμένα κάτω ἀπο ὁλόκληρα βουνά χρόνια καὶ χώματα ὀρθώνονται / ἔξω ἀπ’ τὶς πρασινισμένες πανοπλίες τους καὶ τὰ σάπια τους ροῦχα / – γυμνά σώματα, εὐαίσθητα, ἀκέρια, / στέρεα κ' ἐρωτικά, μέσα στὴν πρώτη γνωριμία τῶν αἰσθήσεων, / ὄχι ἐχθρικά τὄνα στ' ἄλλο, ὄχι ἀντίπαλα, / μὲ μόνο τους ὅπλο τὴν ἀρχαῖα ἐπιθυμία τους, τὸ αἷμα μας, τὴ μνήμη μας... / Τὰ χέρια τῶν ἄντρων φαρδαίνουν, / ὁ ἀντίχειρας γίνεται ἕνα μεγάλο γεφύρι ἀπ' τοὺς αἰῶνες, / τὰ βουνά εἰναι σὰ γόνιμα στήθια γυναίκας, λεία καὶ ἀγέρωχα, / ὠγκωμένα ἀπ’ τὸ γάλα. / Καὶ τὰ ἱερά ἀνθρώπινα ἐργαλεῖα / κρέμονται στὰ καρφιά τοῦ σπιτιοῦ, ἢ στὰ ἐργαστήρια, / ἥσυχα, σοβαρά, ἀνεξίθρησκα / σάμπως νὰ μήν ὑπῆρχε χωρισμός καὶ χάσμα κι ἀπουσία καὶ στέρηση. / Τὸ ὀδοντωτό πριόνι, μὲ τὸ στενόμακρο σχῆμα μιᾶς χιλιετίας, / τὸ σφυρί, σὰν τὸ ἄγαλμα τῆς ἀντρικῆς γροθιᾶς, / τὸ δρεπάνι, σὰν τὸ ἀνοιγμένο μπράτσο τοῦ ἔρωτα, κ' οἱ μετάλλινες πρόκες, / σὰν τὰ ἐπίμονα δόντια ποὺ κατατρῶνε τὴν ἀπόσταση καὶ τὸ ἄγνωστο, / ἀκόμη καὶ τὰ ξύλινα καρφιά ποὺ καρφώνουν τὰ παπούτσια / εἶναι σὰ μικρά ἀστέρια μπηγμένα σ' ἕνα χαμηλό χρήσιμο στερέωμα. // Ὁ ξυλοφάγος μεμιᾶς σταματάει τὴ δουλειά του κι ἀφουγκράζεται / τὰ πυκνά συντεταγμένα βήματα τῶν σταφυλιῶν, / τοὺς σπόρους που ἀνοίγουν τὶς σκεβρωμένες πόρτες τους∙ κ' ἡ μαύρη μελίγκρα / ποὺ πολιορκοῦσε τὰ κόκκινα φύλλα τῆς ροδιᾶς, σωριάζεται καταγῆς, / καὶ τὰ τριαντάφυλλα ἀνάβουν στοὺς κήπους! Κείνη τὴν ὥρα οἱ ἄντρες / παίρνουν μιὰν ἄλλη οἰκειότητα μὲ τ' ἄστρα∙ καθὼς γυμνοί ἀπ’ τὴ μέση σκύβουν στὸ παράθυρο / εἶναι σὰ νἄκοψαν μὲ τὸ σουγιά τους ἕνα πεπόνι / καὶ νὰ ρίχνουν τοὺς νοτισμένους σπόρους κάτω στὴ νύχτα. Καὶ τὸ τρίξιμο τῶν παλιῶν σανίδων / κάτω ἀπ' τὰ γυμνά πέλματα τῆς γυναίκας ποὺ σηκώθηκε τὰ μεσάνυχτα / ἀποχτάει μιὰν εἰλικρίνεια κι ἀγαθότητα, σάμπως νὰ λέῃ τὸ φαγωμένο πάτωμα: // Πάτα ἐλεύθερα! Τὰ παιδιὰ κοιμοῦνται ἥσυχα. Ἔπεσε ὁ πυρετός τους... Κ' οἱ γυναῖκες / χαμογελοῦν πάλι ὁλομόναχες μὲς στὴ σοφία τῆς διάρκειας, / καὶ τὰ παιδιά χαμογελοῦν στὸν ὕπνο τους / σά νἄμαθαν μεμιᾶς τὸ μυστικό τῆς ἀρχιτεκτονικῆς μέσα στὴν ἴδια του τὴ μυστικότητα / ἀπ' τοὺς χωματένιους προμαχῶνες τῆς σφήκας, μὲ τὶς πολλές ἀπύθμενες ὀπές, / κι ἀπ' τὰ κέρινα ἑξάγωνα κελλάρια τῆς μέλισσας.
- - - -Ἴσως ἔτσι νὰ μάθαμε καὶ μεῖς ἀργότερα, ἀπ’ τὰ παιδιά ποὺ ὑπήρξαμε, / ἀπ’ τὶς γυναῖκες, ἀπ' τὶς μέλισσες, ἀπ' τ' ἄστρα, / ἀπ' τὴν ἀνάμνηση, ἀπ' τὴν πράξη, ἀπ' τὴ θέληση, / τὴν τάξη καὶ τὴν οἰκονομία τῆς φύσης, τοῦ σπιτιοῦ, τοῦ γραφείου, τοῦ σώματός μας...

- - - -Ὅλα δικά μας – εἶπε ὁ Ξένος – ὅλα τοῦ κόσμου τούτου ! / Καὶ τοὺς νεκρούς μας τοὺς κουβαλᾶμε μέσα μας, / χωρίς ὁ χῶρος νὰ στενεύῃ, χωρίς νὰ βαραίνουμε∙ / συνεχίζουμε τὴ ζωὴ τοὺς ἀπ' τὶς βαθειές στοές καὶ τὶς ἔρημες ρίζες, / τὴ δική τους ζωή, τὴ δική μας ἀκέρια μὲς στὸν ἥλιο. Τότε ἀκριβῶς εἶναι ποὺ γίνεται / μιὰ μεγάλη ἡσυχία, μιὰ μεγάλη διαφάνεια∙ / διακρίνονται πέρα τὰ γαλανά νησιά καὶ τὰ νησίδια ποὺ ποτέ ὣς τότε δέ φάνηκαν, / κι ἀκούγεται εὐδιάκριτα ἡ χορωδία τῶν μικρῶν κοριτσιῶν ἀπ' τὴν ἀντίπερα ὄχθη / – τῶν μικρῶν κοριτσιῶν ποὺ φύγανε νωρίς, ἀφήνοντας / μισοτελειωμένη τὴν πρώτη τους συνομιλία μὲ μιὰ μαργαρίτα...

- - - -Σᾶς ἔλεγα, λοιπόν, πὼς δέν ὑπάρχει ὁ θάνατος – τελείωσε ὁ Ξένος, / ἥμερα, ἁπλά, τόσο ποὺ ἐμεῖς χαμογελάσαμε χωρίς δισταγμό, / δέ φοβηθήκαμε τοὺς σκεπασμένους καθρέφτες. Ἕνας τρίγωνος ἥλιος στὸν ἀπέναντι τοῖχο / εἶχε ἐπιμηκυνθῆ, φωτιζόταν ὁλόκληρο τὸ βορεινό δωμάτιο / ἀπὸ μιὰ μόνιμη ἀντανάκλαση... Μᾶς πῆρε τὸ ἄρωμα / ἀπὸ βουνά καρπῶν ποὺ ξεφορτῶναν στὰ μανάβικα. / Ἀκούσαμε τοὺς χτύπους στὸ γειτονικό σιδεράδικο καὶ τὰ τρὰμ ποὺ ἔστριβαν δίπλα στὰ κρεοπωλεῖα... // Εἴχαμε τὴν ἰσόρροπη αἴσθηση μιᾶς ἀφάνταστης εἰρηνικῆς συγκομιδῆς, / ἀπὸ μεγάλες, τετράδιπλες, ζαχαρωμένες ντομάτες, τοποθετημένες / μὲ προσοχή καὶ τάξη σὲ ὀρθογώνια καφάσια, ποὺ μεταφέρονταν / ἀπ' τὶς ἀγροτικές περιοχὲς ἴσα στὶς ἀγορές τῶν πόλεων καὶ στὰ πολύβουα λιμάνια..- / πελώρια αὐτοκίνητα τρέχαν στοὺς ἡλιόλουστους δρόμους, / σὰ μυστικά ὁλοπόρφυρα βουνά... / Σηκωθήκαμε, / ξεσκεπάσαμε τοὺς καθρέφτες, κοιταχτήκαμε, / κ' ἤμασταν νέοι πρὶν ἀπὸ χιλιάδες χρόνια, νέοι / ὓστερ' ἀπὸ χιλιάδες χρόνια, γιατι ὁ χρόνος κι ὁ ἥλιος / ἔχουν τὴν ἴδια ἡλικία: τὴν ἡλικία μας! / Κι αὐτό τὸ φῶς δέν ἤτανε καθόλου ἀντικατοπτρισμός, / μὰ τὸ δικό μας φῶς, φιλτραρισμένο μέσα ἀπ’ ὅλους τους θανάτους! // Κι αὐτός ὁ Ξένος ἦταν ὁ πιό δικός μας!.. Οἱ γυναῖκες τοῦ ζέσταιναν νερό νὰ πλυθῆ, / οἱ ἄντρες βγῆκαν νὰ ψωνίσουν γιὰ τὸ τραπέζι. Τὸ πιὸ μικρό κορίτσι τοῦ σπιτιοῦ / ἔφερε παστρικές πετσέτες, ἕνα μικρό ρόδινο μοσκοσάπουνο, / ἕνα κύπελλο ζεστό νερό, τὸ μεγάλο πινέλο τοῦ ξυρίσματος, / καὶ τ' ἀκούμπησε πλάι στὸν ὁλόγυμνο καθρέφτη. // Ὁ ἀτμός ἀπ' τὸ ζεστό νερό χνώτιζε λίγο-λίγο τὸν καθρέφτη, σάμπως νὰ τὸν ἕντυνε καὶ πάλι, / καὶ τὸ πρόσωπο τοῦ Ξένου, ποὺ ἄρχισε νὰ ξυρίζεται, / μὲς ἀπ' τὶς σαπουνάδες θαμποφαίνονταν, μὲς στὸ ὄρθιο κρύσταλλο, / ἀγαθό, νεανικό καὶ μειλίχιο σὰν πρωινό φεγγάρι...

Γιάννης Ρίτσος


Το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου "Οταν έρχεται ο Ξένος" (1958) περιλαμβάνεται στον τόμο "Τέταρτη διάσταση".




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου